ῥῦτο

ῥῦτο
ῥύομαι
se-sru-
aor ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρυτό — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλατακίου (39 τ. χλμ.). * * * το / ῥυτόν, ΝΑ (στην αρχαία αγγειοπλαστική) 1. σκεύος πόσης σε σχήμα αναποδογυρισμένου κέρατος που κατέληγε σε οξύ άκρο, στο… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ρυτοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που κρατά στο χέρι του ρυτόν, το ποτήρι που έμοιαζε με κέρας ή το ποτήρι που είχε σχήμα ζώου ή και προσώπου 2. (το αρσ. ώς ουσ.) ο ρυτοφόρος ονομασία τοιχογραφίας που ανακαλύφθηκε στο ανάκτορο τής Κνωσσού και η οποία παριστάνει… …   Dictionary of Greek

  • ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σητείας — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Σητείας εγκαινιάστηκε το 1984, για να στεγάσει τα πολυάριθμα ευρήματα της περιοχής. Ένα μέρος από αυτά τα ευρήματα εκτίθεται στο Μουσείο Hρακλείου (αίθουσα Zάκρου) και στο Mουσείο Aγίου Nικολάου. Aν η επίσκεψή σας στο… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”